-
1 марка
[μάρκα] ουσ. θ. γραμματόσημο, χαρτόσημο -
2 марка
[μάρκα] ουσ θ γραμματόσημο, χαρτόσημο -
3 марка
марка ж 1) το χαρτόσημο (гербовая) το γραμματόσημο (почтовая) 2) (фабричная) το σήμα, η μάρκα· \марка вина η μάρκα του κρασιού 3) (денежная единица) το μάρκο* * *ж2) ( фабричная) το σήμα, η μάρκαма́рка вина́ — η μάρκα του κρασιού
3) ( денежная единица) το μάρκο -
4 метка
-
5 марка
ма́рк||аж1. (почтовая) τό γραμμα-τόσημο[ν]:гербовая \марка τό χαρτόσημο[ν]·2. (фабричная) τό σῆμα, ἡ μάρκα (εργοστασίου)·3. (денежная единица) τό μάρκο[ν]·4. (престиж, репутация) разг τό γόητρον, τό ὀνομα:держать \маркау διατηρώ τή φήμη·5. (сорт, качество) ἡ μάρκα, ἡ ποιότητα [-ης]:вино лучшей \маркаи κρασί πρώτης ποιότητας. -
6 табель
табельм1. (расписание, список) ὁ πίνακας, ὁ πίναξ/ ὁ ἐλεγχος (успеваемости учеников):\табель о рангах ὁ πίναξ τῶν ἀξιωμάτων2. (для контроля тки на работу) ὁ πίνακας ἐλεγχου (доска)1 ἡ μάρκα, ὁ ἀριθμός ἐργάτη (жетон):снимать \табель ξεκρεμάω τήν μάρκα. -
7 марка
марка 1-и θ.1. το ένσημο•почтовая марка το γραμματόσημο.
2. παλ. μάρκα, κέρμα ορισμένης αξίας (σε εστιατόρια, χαρτοπαικτικές λέσχες κ.τ.τ.).3. στάμπα, μάρκα εμπορεύματος.εκφρ.высокой (высшей, первой) -и – πρώτης κατηγορίας, μεγάλης ολκής•держать (выдерживать) -у – τηρώ, κρατώ το γόητρο•портить -у – προσβάλλω το γόητρο ή τη φήμη•под -ой – με το πρόσχημα.марка 2-и θ.το μάρκο, νομισμ. μονάδα,марка 3-и θ. παλ.1. αγροτική κοινότητα τον μεσαίωνα στη Δ. Ευρώπη.2. συνοριακός τομέας στη μεσαιωνική Γερμανία. -
8 марка
το σήμα, το έμβλημα, η μάρκα, το ένσημοгрузовая мор. - η γραμμή φόρτωσης (του πλοίου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > марка
-
9 этикетка
η ετικέτ/α (ξεν.), η ταμπέλα, η καρτέλα, η φίρμα, η μάρκαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > этикетка
-
10 знак
знакм1. τό σημείο[ν], τό σημάδι:\знак равенства мат τό σημείον ἰσον \знаки препинания τά σημεία στίξεως, τά σημεία τής στίξης· восклицательный \знак τό θαυ-μαστικό[ν]· вопросительный \знак τό ἐρωτη-ματικό[ν]· дорожный \знак τό σήμα τής τροχαίας· водяной \знак τό ὑδάτινο σημείο (στό χάρτη)·2. (признак):\знаки внимания ἡ ἐνδειξη προσοχής· молчание · \знак согласия ἡ σιωπή σημαίνει κατάφαση· в \знак дружбы είς ἔνδειξιν φιλίας·3. (сигнал) τό σημεῖο[ν], τό σύνθημα, τό σινιάλο:условный \знак τό συμβατικό σημείο· \знак бедствия τό σημεῖον κινδύνου· подавать \знаки рукой δίνω σημείο (или κάνω σινιάλο) μέ τό χέρι·4. (предзнаменование) ὁ οίωνός, τό σημάδι:это дурной \знак αὐτό εἶναι κακός οίωνός, αὐτό εἶναι κακό σημάδι· ◊ фабричный \знак ἡ μάρκα (или τό σήμα) τοῦ ἐργοστασίου· Знак почета (орден) τό παράσημον τιμής· \знаки отличия воен. τά διακριτικά· денежный \знак τό τραπεζογραμμάτιον, τό χαρτονόμισμα знакомить несов1. (кого-л. с кем-л.) γνωρίζω (μετ.) / συνιστώ, συστήνω (представлять кого-л.)·2. (с чем-л.) γνωρίζω / κατατοπίζω, ἐνημερώνω, καθιστώ ἐνήμερο[ν] (с обстановкой, положением и т. п.). -
11 клеймо
клеймос τό σήμα, ἡ μάρκα, ἡ σφραγίδα, ἡ στάμπα / τό στίγμα (на теле осужденного, тж. перен). -
12 контрамарка
контрамаркаж театр. ἡ κοντρα-μάρκα. -
13 метка
меткаж (знак) τό σημάδι / ἡ μάρκα (на белье и т. п.). -
14 москвич
москвичм1. (житель) ὁ μοσχοβίτης·2. (марка автомобиля и т. п.) μάρκα μοσκβίτς. -
15 тавро
таврос τό στίγμα, ἡ μάρκα:накладывать \тавро στιγματίζω, μαρκάρω, καυτηριάζω. -
16 фабричный
фабри́чн||ый1. прил τής φάμπρικας, ἐργοστασιακός, τοῦ ἐργοστασίου:\фабричныйая марка ἡ ἐργοστασιακή μάρκα, τό σήμα τοῦ ἐργοστασίου· \фабричный гудок ἡ σειρήνα (или σφυρίχτρα) ἐργοστασίου·2. прил (промышленный) βιομηχανικός:\фабричный город ἡ βιομηχανική πόλις· \фабричныйое производство ἡ βιομηχανική παραγωγή· \фабричныйым способом βιομηχανικά [-ῶς]·3. м уст. ὁ ἐργάτης τής φάμπρικας. -
17 фишка
фишкаж (в игре) ἡ φίσα, ἡ μάρκα. -
18 знак
-а α.1. σημάδι, σημείο•опознавательные -и τα διακριτικά (γνωρίσματα) αεροσκάφους.
|| μαρτυρία, τεκμήριο, ένδειξη•в знак дружбы σε ένδειξη φιλίας•
молчание знак знак согласия η σιωπή είναι κατάφαση.
2. ίχνος, αχνάρι, πατημασιά• αποτύπωμα•у него остались -и после раны του έμειναν σημάδια από την πληγή.
|| στίγμα, βούλα, κουκίδα.3. οιωνός, προμήνυμα•добрый знак καλό σημάδι•
дурной знак κακό σημάδι.
4. σινιάλο, σήμα•условный знак συμβατικό σήμα•
дать знак δίνω σήμα.
5. συμβολικό σημάδι•иероглифические -и ιερογλυφικά σημάδια•
стенографические -и στενογραφικά σημάδια•
математические -и μαθηματικά σημάδια•
алфавитные -и τα φθογγόσημα.
|| μάρκα, στάμπα•фабричный знак το σήμα της φάμπρικας.
6. βλ. значок.7. νεύμα, γνέμα, γνέψιμο•сделать (подать) знак головой, κάνω νεύμα με το κεφάλι.
εκφρ.- и отличия – τα εύσημα•знак почтовой оплаты – ταχυδρομικό ένσημο•- и различия – διάσημα, γαλόνια•в знак памяти – για ενθύμιο•под -ом – με το σύνθημα.ή με το χαρακτηριστικό γνώρισμα. -
19 клеймо
-ά., πλθ. клейма ουδ.1. μάρκα, στάμπα, σφραγίδα, σημάδι.2. στίγμα στο δέρμα με κάψιμο (σε ζώα ή κατάδικους). || μτφ. ατιμία, μουτζούρα, αξιοκατάχριτη πράξη•смыть позорное клеймо ξεπλένω τη ντροπή.
3. στιγέας, ζουμπάς. -
20 контрамарка
-и θ.αντεισιτήριο, κοντρα-μάρκα, κουπόνι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μάρκα — η 1. τα αρχικά γράμματα κύριου ονόματος ή άλλη συμβολική παράσταση κεντημένη ή χαραγμένη ή τυπωμένη πάνω σε ένα αντικείμενο, για την αναγνώριση τού κατόχου του ή τού εργοστασίου ή τού καταστήματος από το οποίο προέρχεται, στάμπα, σήμα 2. κέρμα… … Dictionary of Greek
μάρκα — η (λ. ιταλ.) 1. σήμα πάνω σε αντικείμενα και βιομηχανικά προϊόντα για να δείχνει την προέλευσή τους, στάμπα: Είναι η καλύτερη μάρκα αυτοκινήτων. 2. κέρμα από μέταλλο ή άλλο υλικό που αντιπροσωπεύει ορισμένη χρηματική αξία· το χρησιμοποιούν οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επανορθώσεις, πολεμικές — Η οφειλή ενός ηττημένου κράτους προς τους νικητές, για την αποκατάσταση των ζημιών και απωλειών οι οποίες προξενήθηκαν κατά τη διεξαγωγή του πολέμου. Δηλαδή, πρόκειται για μια ειδική περίπτωση αποζημίωσης, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και… … Dictionary of Greek
φίσα — η, Ν 1. καρτέλα, δελτίο για σημειώσεις, ιδίως επιστημονικής φύσεως 2. μάρκα χαρτοπαιγνίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fiche «μικρή σφήνα, μικρός πάσσαλος, μάρκα χαρτοπαιγνίου»] … Dictionary of Greek
Ράιχσμπανκ — (Reichsbank). Κεντρική τράπεζα της Γερμανίας, που ιδρύθηκε το 1875 και λειτούργησε έως το τέλος του B’ Παγκοσμίου πολέμου. Ήταν ιδιωτική ανώνυμη εταιρεία αλλά ελεγχόταν ολοκληρωτικά από το κράτος. Το αρχικό της μετοχικό κεφάλαιο ήταν 120… … Dictionary of Greek
αμαρκάριστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει μαρκαριστεί, πάνω στον οποίο δεν είναι κεντημένα ή γραμμένα τα αρχικά γράμματα ή άλλα σύμβολα 2. (για φαγητά ή ποτά) αυτός που δεν δηλώθηκε και δεν υπολογίστηκε με μάρκα από τον υπάλληλο στο ταμείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < α… … Dictionary of Greek
μαρκάρισμα — ατος, το [μαρκαρίζω] 1. το να σημαδεύει κανείς κάτι με μάρκα, με αναγνωριστικό σήμα («τέλειωσα το μαρκάρισμα τών σεντονιών») 2. μτφ. το να διακρίνει κανείς κάποιον ή κάτι ανάμεσα σε πολλά άλλα, η επισήμανση με το βλέμμα ενός προσώπου ή πράγματος … Dictionary of Greek
μαρκάρω — και μαρκαρίζω 1. βάζω μάρκα πάνω σε ένα αντικείμενο, χαράσσω ή σταμπάρω κάποιο αντικείμενο με χαρακτηριστικό εμπορικό ή αναγνωριστικό σήμα («μαρκάρισα τα μαντίλια μου») 2. διακρίνω, ξεχωρίζω με το βλέμμα μου κάποιον ανάμεσα σε πολλούς («τόν… … Dictionary of Greek
νεμβουτάλη — η (φαρμ.) εμπορική ονομασία τής θειούχου πεντοβαρβιτάλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. Nembutal, μάρκα φαρμάκου] … Dictionary of Greek
τάβλα — Σανίδα φαγητού κατασκευασμένη από ξύλο αρκετού πάχους. Από αυτήν προέρχονται τα λεγόμενα τραγούδια της τ. Πρόκειται για επιτραπέζια τραγούδια, που τα τραγουδούσαν στα συμπόσια, μετά από γάμους ή ονομαστικές εορτές. Τα τραγούδια αυτά δεν… … Dictionary of Greek
τσιπ — (I) το, Ν (στην χαρτοπαιξία) η μικρότερης αξίας μάρκα στο πόκερ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αγγλ. chip «θραύσμα, ξυλαράκι»]. (II) το, Ν (πληροφ.) κοινή ονομασία τού ολοκληρωμένου κυκλώματος … Dictionary of Greek