Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η μάρκα

См. также в других словарях:

  • μάρκα — η 1. τα αρχικά γράμματα κύριου ονόματος ή άλλη συμβολική παράσταση κεντημένη ή χαραγμένη ή τυπωμένη πάνω σε ένα αντικείμενο, για την αναγνώριση τού κατόχου του ή τού εργοστασίου ή τού καταστήματος από το οποίο προέρχεται, στάμπα, σήμα 2. κέρμα… …   Dictionary of Greek

  • μάρκα — η (λ. ιταλ.) 1. σήμα πάνω σε αντικείμενα και βιομηχανικά προϊόντα για να δείχνει την προέλευσή τους, στάμπα: Είναι η καλύτερη μάρκα αυτοκινήτων. 2. κέρμα από μέταλλο ή άλλο υλικό που αντιπροσωπεύει ορισμένη χρηματική αξία· το χρησιμοποιούν οι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επανορθώσεις, πολεμικές — Η οφειλή ενός ηττημένου κράτους προς τους νικητές, για την αποκατάσταση των ζημιών και απωλειών οι οποίες προξενήθηκαν κατά τη διεξαγωγή του πολέμου. Δηλαδή, πρόκειται για μια ειδική περίπτωση αποζημίωσης, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και… …   Dictionary of Greek

  • φίσα — η, Ν 1. καρτέλα, δελτίο για σημειώσεις, ιδίως επιστημονικής φύσεως 2. μάρκα χαρτοπαιγνίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fiche «μικρή σφήνα, μικρός πάσσαλος, μάρκα χαρτοπαιγνίου»] …   Dictionary of Greek

  • Ράιχσμπανκ — (Reichsbank). Κεντρική τράπεζα της Γερμανίας, που ιδρύθηκε το 1875 και λειτούργησε έως το τέλος του B’ Παγκοσμίου πολέμου. Ήταν ιδιωτική ανώνυμη εταιρεία αλλά ελεγχόταν ολοκληρωτικά από το κράτος. Το αρχικό της μετοχικό κεφάλαιο ήταν 120… …   Dictionary of Greek

  • αμαρκάριστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει μαρκαριστεί, πάνω στον οποίο δεν είναι κεντημένα ή γραμμένα τα αρχικά γράμματα ή άλλα σύμβολα 2. (για φαγητά ή ποτά) αυτός που δεν δηλώθηκε και δεν υπολογίστηκε με μάρκα από τον υπάλληλο στο ταμείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < α… …   Dictionary of Greek

  • μαρκάρισμα — ατος, το [μαρκαρίζω] 1. το να σημαδεύει κανείς κάτι με μάρκα, με αναγνωριστικό σήμα («τέλειωσα το μαρκάρισμα τών σεντονιών») 2. μτφ. το να διακρίνει κανείς κάποιον ή κάτι ανάμεσα σε πολλά άλλα, η επισήμανση με το βλέμμα ενός προσώπου ή πράγματος …   Dictionary of Greek

  • μαρκάρω — και μαρκαρίζω 1. βάζω μάρκα πάνω σε ένα αντικείμενο, χαράσσω ή σταμπάρω κάποιο αντικείμενο με χαρακτηριστικό εμπορικό ή αναγνωριστικό σήμα («μαρκάρισα τα μαντίλια μου») 2. διακρίνω, ξεχωρίζω με το βλέμμα μου κάποιον ανάμεσα σε πολλούς («τόν… …   Dictionary of Greek

  • νεμβουτάλη — η (φαρμ.) εμπορική ονομασία τής θειούχου πεντοβαρβιτάλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. Nembutal, μάρκα φαρμάκου] …   Dictionary of Greek

  • τάβλα — Σανίδα φαγητού κατασκευασμένη από ξύλο αρκετού πάχους. Από αυτήν προέρχονται τα λεγόμενα τραγούδια της τ. Πρόκειται για επιτραπέζια τραγούδια, που τα τραγουδούσαν στα συμπόσια, μετά από γάμους ή ονομαστικές εορτές. Τα τραγούδια αυτά δεν… …   Dictionary of Greek

  • τσιπ — (I) το, Ν (στην χαρτοπαιξία) η μικρότερης αξίας μάρκα στο πόκερ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αγγλ. chip «θραύσμα, ξυλαράκι»]. (II) το, Ν (πληροφ.) κοινή ονομασία τού ολοκληρωμένου κυκλώματος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»